- κομματίζω
- 1. βάζω κάποιον σε κόμμα, κάνω κάποιον κομματικό2. μέσ. κομματίζομαια) είμαι ή γίνομαι φανατικός οπαδός ενός κόμματοςβ) (κυρίως για δημόσιο λειτουργό) κρίνω και ενεργώ σύμφωνα με το συμφέρον τού κόμματος στο οποίο ανήκω ενώ η δεοντολογία και οι κανονισμοί επιτάσσουν να τηρώ αμερόληπτη και υπερκομματική στάση.[ΕΤΥΜΟΛ. < κόμμα, -ατος. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Στέφανο Ξένο].
Dictionary of Greek. 2013.